Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Οι βρυκόλακες της Σαντορίνης του 17ου αιώνα Β ΜΕΡΟΣ


Ό ηγούμενος προσπαθούσε νά μέ πείση ότι αυτές οί εμφανίσεις τών βρυκολάκων αποδείχνουν πόσο ορθή είναι ή πίστη τής ελληνικής εκκλησίας. Μού λέει : Είδατε κανένα Τούρκο ή κανένα Λατίνο νά μεταμορφώνεται έτσι μετά τον θάνατο του; Τό αντίθετο συμβαίνει, του απαντώ. Τό ότι μπαίνει ό Σατανάς στους πεθαμένους σας και τούς κάνει νά βρυκολακιάζουν δείχνει ότι ή ελληνική πίστη είναι καταδικασμένη άπό τό Θεό. Οσο γιά τούς Τούρκους και τούς Λατίνους πού τάχα δέν γίνονται βρυκόλακες τά πράγματα είναι διαφορετικά. Οπως προκύπτει άπό τήν ιστορία τών Αράβων, αυτά τά φαινόμενα ήταν συνηθισμένα στήν έρημο.Επειτα του θύμισα κάτι πού είχε συμβή στή Σαντορίνη μέ τον Μαμούρη, ένα Λατίνο κληρικό πού τούρκεψε. Μέ απαίτηση όλου του λαού κρεμάστηκε στήν αντένα του ανεμόμυλου. "Ε λοιπόν, μ' όλο πού ήταν Τούρκος, βρυκολάκιασε και καταβασάνισε τον κόσμο μετά τό θάνατο του, ώσπου τον έκαψαν και ησύχασε τό νησί.


»Αύτά πού γράφω γιά τούς ψευδαναστημένους θά δώσουν ασφαλώς τήν ευκαιρία σέ πολλούς νά σκεφθούν και νά ερευνήσουν τό ζήτημα ώστε νά ανακαλύψουν κάτι περισσότερο. . .
»Πρέπει νά προσθέσω ότι υπάρχουν κι' άλλοι πεθαμένοι στά ελληνικά νεκροταφεία πού τά πτώματα τους μένουν άλυωτα δεκαπέντε και είκοσι χρόνια μετά τον ενταφιασμό τους. Και τούς βρίσκουν φουσκωμένους σάν μπαλόνια. Kι αν τούς χτυπήσης ήχούνε όπως τά τούμπανα. Αυτόν τον πεθαμένο τον λένε «ντουπί». Τό πώς γίνεται αυτό δέν είναι τής στιγμής. Τό μόνο πού μπορώ νά βεβαιώσω είναι ότι οί Ελληνες πιστεύουν πώς οί άλυωτοι είναι αφορισμένοι. Είναι γνωστό ότι οί "Ελληνες ιερείς και μητροπολίτες δταν αφορίζουν κάποιον προσθέτουν στο τέλος τήν κατάρα : «Και μετά θάνατον άλυτος και τυμπανιαίος».
Γι' αυτό ακριβώς, ό λαός πού βλέπει συχνά άλυωτους νεκρούς, τρέμει όταν ακούει έναν άπλό παππά νά έκτοξεύη τον αφορισμό του σά νά είναι πατριάρχης ».
Ό Richard παραθέτει στο χρονικό του και ένα κείμενο αυθεντικό, σχετικά μέ τά χαρακτηριστικά τών βρυκολάκων και τις αιτίες πού προκαλούσε το βρυκολάκιασμα. Το αντέγραψε άπο παλιό χειρόγραφο πού βρήκε στό ναό της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης:

«Οποιος έχει κατάραν, κρατούσιν μόνον τά έμπροσθεν του σώματος του.
Εκείνος πού έχει ανάθεμα, φαίνεται κίτρινος και ζαρωμένα τά δάχτυλα του.
Εκείνος όπού φαίνεται άσπρος είναι άφωρισμένος παρά τών θείωνΝόμων.
Εκείνος όπού φαίνεται μαύρος είναι άφωρισμένος ύπό άρχιερέως»



Μιά ανατριχιαστική ιστορία βρυκολάκων αφηγείται ό Γάλλος περιηγητής Pitton de Tournefort.(Relation d'un voyage du Levent, Paris, 1717 . Βλ. κεφ. Ό τελευταίος του αιώνα)

Παρακολούθησε ό ίδιος τό φρικαλέο περιστατικό στή Μύκονο τό χειμώνα του1700:

«Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, άπό φυσικού του δύστροπο και φιλόνεικο.Κανείς δέν ήξερε πώς και γιατί. Δυο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε ότι τον είδαν νά περπατάη τή νύχτα μέ βαρειά βήματα, νά μπαίνη στά σπίτια, νά άναποδογυρίζη τά έπιπλα, νά σβήνη τά λυχνάρια, ν' άγκαλιάζη ξαφνικά τούς ανθρώπους και νά κάνη χίλιες δυο κατεργαριές. Στήν αρχή γέλασαν όλοι. Μά όταν άρχισαν να παραπονούνται και σοβαροί άνθρωποι ή υπόθεση πήρε διαστάσεις. Οί παππάδες έκαναν εξορκισμούς. Τίποτα, ό Μυκονιάτης συνέχιζε αδιόρθωτος τις πανουργίες του

»Τή δέκατη μέρα έγινε λειτουργία γιά νά έκδιωχθή ό δαίμονας. Αποφασίστηκε νά ξεθάψουν τό κουφάρι και νά του ξερριζώσουν τήν καρδιά μέσα στήν εκκλησία. Ό χασάπης τής Μυκόνου, γέρος και αδέξιος άντί ν' άνοιξη τό στέρνο άνοιξε τήν κοιλιά. Εψαξε, έψαξε άλλά δέν εύρισκε αυτό πού ζητουσε. Κάποιος του είπε ν' άνοιξη τό διάφραγμα. Ετσι έβγαλαν τήν καρδιά. Γιά νά καλυφθή ή μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Άλλά τό θυμίαμα, καθώς ανακατευόταν μέ τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερώτερη μπόχα. Οί φτωχοί άνθρωποι τρελλάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις έβλεπαν εφιαλτικά οράματα. Φώναζαν πώς άπό τό ανοιγμένο κουφάρι έβγαινε πηχτός καπνός. Πού νά τολμήσουμε νά τούς πούμε πώς ήταν άπό τό λιβάνι. Μέσα στήν εκκλησία αντηχούσε μονάχα ή κραυγή «βρυκόλακας»! «βρυκόλακας»! Άπό τό θόρυβο θαρούσες πώς θά γκρεμισθή ό θόλος του ναού. Ό χασάπης έβανε όρκο πώς τό πτώμα ήταν όλόζεστο. Μερικοί έλεγαν πώς τό αίμα ήταν κατακόκκινο.

»Τό φοβερό νέο απλώθηκε άπό σοκάκι σέ σοκάκι σ' όλη τήν πολιτεία. Και σέ λίγο ώρμησαν στήν εκκλησία ένα πλήθος νησιώτες πού βεβαίωναν πώς όταν έφεραν τό πτώμα άπό τά χωράφια ήταν ακόμα ζεστό. Σίγουρα λοιπόν είχε βρυκολακιάσει.
«Βρισκόμουν πλάι στο κουφάρι γιά νά βλέπω καλύτερα. Παρά λίγο νά λιποθυμήσω άπό τή δυσωδία. Άλλά οί ζαλισμένοι νησιώτες ξέφρενοι άπό τήν τρομάρα, νόμιζαν πώς είχε ακόμα ζωή. Ζήτησαν τή γνώμη μου και τούς είπα ότι είναι εκατό τά εκατό πεθαμένος. Τούς εξήγησα ήρεμα όλα τά περίεργα φαινόμενα και τις παραισθήσεις. Ποιος νά μ' άκούση ;

»Πήραν τήν καρδιά στήν ακρογιαλιά και τήν έκαψαν. Μ' όλα αυτά ό βρυκόλακας δέν ένοούσε νά ήσυχάση. Εγινε περισσότερο επιθετικός. Ανοιγε πόρτες, ακόμα και δωμάτια, ξυλοκοπούσε ανθρώπους τή νύχτα, έσπαζε παράθυρα, έσκιζε φορέματα, άδειαζε τις κυψέλες τών μελισσιών και τά κρασοβάρελα. Μονάχα στο σπίτι του προξένου όπου είχαμε έγκατασταθή δεν τόλμησε νά τρυπώση.

» Ολο τό νησί είχε ύποστή ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οί έξυπνοι και οί μορφωμένοι είχαν παρασυρθή. ~Ηταν μιά αρρώστια του εγκεφάλου, επικίνδυνη όπωςή μανία ή ή λύσσα. Οικογένειες εγκατέλειπαν τά σπίτια τους και έστηναν τά κρεβάτια τους καταμεσίς στήν πλατεία γιά νά περάσουν τή νύχτα τους. Δέν υπήρχε άνθρωπος πού νά μήν είχε διαπιστώσει τήν παρουσία του βρυκόλακα.'Όλη τή νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακώς στά χωράφια.
"Κάποιος είπε πώς τό κακό οφείλεται σέ μιά παράλειψη κατά τήν τελετή του έξορκισμού. Ή λειτουργία έπρεπε νά γίνη μετά τήν αφαίρεση της καρδιάς. Ετσι ξαναβρεθήκαμε στήν αναστάτωση της πρώτης μέρας. Γενική σύναξη πρωί και βράδυ, λιτανείες τρεις μέρες και τρεις νύχτες.Οί παππάδες υποχρεώθηκαν νά νηστέψουν αυστηρά. Τούς έβλεπες νά τρέχουν άπό σπίτι σέ σπίτι μέ τήν αγιαστούρα στό χέρι.

» Είπαμε στους προεστούς νά στήσουν ενέδρες τή νύχτα και νά παρατηρήσουν τί συμβαίνει στήν πολιτεία. Ετσι έπιασαν μερικούς βαγαπόντηδες πού είχαν προκαλέσει όλη τήν αναστάτωση. Δέν ήταν βέβαια οί πρώτοι δράστες και τούς άφησαν ελεύθερους. Γιά ν' αναπληρώσουν τή νηστεία της φυλακής άρχισαν ν' αδειάζουν τή νύχτα τά σπίτια τών κατοίκων πού είχαν εγκαταλείψει τό βιός τους . Ετσι ξανάρχισαν οί λιτανείες.

»Μιά μέρα, άφού κάρφωσαν κι' έγώ δέν ξέρω πόσα γυμνά σπαθιά πάνω στό μνήμα του βρυκόλακα (ξέθαφταν τό πτώμα τρεις ή τέσσερες φορές τήν ημέρα ανάλογα μέ τίς εμπνεύσεις του καθενός) ένας Αρβανίτης πού βρέθηκε στή Μύκονο είπε μέ ύφος μεγάλου σοφού ότι είναι γελοίο νά καρφώνουν τόν βρυκόλακα μέ σπαθιά χριστιανικά.
— Δέν βλέπετε χαζοί, ότι ή λαβή αυτών τών σπαθιών έχει τό σχήμα του σταυρού κι' εμποδίζει τόν Σατανά νά βγή άπό τό κουφάρι ; Χρειάζονται τούρκικα σπαθιά!
»Άλλά και ή συνταγή του Αρβανίτη δέν ωφέλησε. Ό βρυκόλακας φαινόταν άτρωτος. Δέν ήξεραν πιά σέ ποιόν άγιο νά προσευχηθούν.
«Ξαφνικά μιά φωνή υψώθηκε άπ’ όλη τήν πόλη : πρέπει νά κάψουμε ολόκληρο τό βρυκόλακα. Ξέθαψαν πάλι τό κουφάρι και τό κουβάλησαν στήν πούντα του Αη Γιώργη, άναψαν δυνατή πυρά μέ πίσσα (Οχι ξύλα, άπό φόβο μήπως ό βρυκόλακας σβήσει τή φλόγα) και τό αποτέφρωσαν. Ό διάβολος είχε παγιδευθή κι' εξοντώθηκε. Ηταν καιρός. Γιατί οί περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν νά μεταναστεύσουν στήν Τήνο ή στή Σύρο».


Οί λαϊκές δεισιδαιμονίες γιά τά βρυκολακιάσματα έταλάνισαν τόν τόπο μας και κατά τούς σκοτεινούς αιώνες της εθνικής δουλείας. Περιστατικά ομαδικών ψυχώσεων αναφέρονται κατά τή διάρκεια του Εικοσιένα,κατά τήν περίοδο πού ακολούθησε τήν εθνική αποκατάσταση, ακόμα και κατά τίς πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.
Οί δεισιδαιμονίες έπαιρναν διαστάσεις λαϊκού πανικού και άλλοφροσύνης, όπως ύστερα άπό τίς επιδημίες πού προκαλούσαν θανατικό.

Το 1823 ή Νάξος είχε άποδεκατισθή άπό τήν ευλογιά. Τότε ακριβώς άρχισαν στο νησί τά ομαδικά βρυκολακιάσματα τών πεθαμένων. Τά κωμικοτραγικά επεισόδια πού ακολούθησαν ιστορεί ό σύγχρονος Ν. Δραγούμης («Ιστορικαί Αναμνήσεις», 'Αθήναι 1937 τόμ. Α' σελ. 109-111.):
»Έπειδή δέ πολλοί απεστάλησαν υπό τής νόσου εις τά βασίλεια του Πλούτωνος, διεδόθη και έπιστεύθη ή είδησις ότι, στασιάσαντες αθρόοι έν τω Αδη οί νεκροί, έβιάσαντο τόν Χάρωνα νά έπαναφέρη αυτούς εις τά άνω. Και καθ' έσπέραν, μόλις δύοντος του ηλίου, δρομαίοι έπανήρχοντο πάντες είς τά ίδια, και συζυγούντες περίφοβοι διά διπλών και τριπλών μοχλών θύρας τε και παρά¬θυρα, έμπεδούντες δέ και διά σωρείας στρωμάτων, προσκεφαλαίων και άλλων σκευών, κατεκλίνοντο στένοντες και τρέμοντες ώς ό Κάιν.

»Οί βουρκόλακες όμως, λεπτυνθέντες υπό του θανάτου, είσέδυον και διά κεκλεισμένων τών θυρών είς τά άδυτα και έφόβουν, ενίοτε δέ και έκακοποίουν τούς ζώντας. "Οτε δέ άνέτελλεν ή ημέρα και ήνοίγοντο αί οίκίαι, εξερχόμενοι άνδρες τε και γυναίκες, διηγούντο τρεμούση τη φωνή τά παράτολμα έργα και λόγια τών βουρκολάκων. Και τουτον μεν ήπείλησε νά ξυλοκοπήση υψηλόσωμός τις και σκελετώδης εάν ήρνείτο αύτώ τροφήν και πόσιν, ταύτης δέ τήν ξανθήν μακράν κόμην ήγωνίζετο ν' ανάσπαση φθονερά γείτων άγριαίνουσα ώς μέγαιρα τούς οφθαλμούς, και εκείνης τούς περιλεύκους και κυδωνιώντας κόλπους έτόλμησε νά ψαύση ίεροσύλως αύθαδες άλλ' ώραίον μειράκιον.

»Μυλωθρός δέ κάτοικων παρά τη οικία μου είχε δύο θυγατέρας, ωραίας ή μή δέν ενθυμούμαι, αίτινες φρίττουσαι διηγούντο καθ' έκάστην πρωίαν, πώς βουρκόλακες δύο, εισερχόμενοι μετά πάταγου και άνατρέποντες τά έπιπλα, έκτύπουν δεξιά και αριστερά και έγρύλιζον και παρεβίαζον τάς θύρας και «πέντε σισύραις έγκεκορδυλημένας» υπό του φόβου, άπεκάλυπτον και παρέσυ¬ραν και έβασάνιζον ποικιλοτρόπως τάς ταλαίπωρους δι' όλης της νυκτός. Ό δέ πατήρ, όστις έξησφαλισμένος εντός ετέρου κοιτώνος ήγρύπνει κρατών πυροβόλον, έπεκύρου τά λεγόμενα και όδυρόμενος έσφραγίζετο διά του σημείου του σταυρού.

»Ησαν όμως και οί μή πιστεύοντες είς βουρκόλακας, οίτινες άγαπώντες νά φιλοσοφώσι περί τάς ανθρωπίνους αδυναμίας και τήν περί τό εύρίσκειν τέχνας δεινότητα τών γενναίων, έμαθον παρελθούσης τής επιδημίας ότι οί δύο εκείνοι νυκτοκόρακες, έγκύψαντες μετά πολλού ζήλου είς τήν θεωρίαν τής θεογονικής επιστήμης τών αρχαίων, πολλάς δέ απορίας άπαντήσαντες, ένόμισαν μαθηματικώτερον νά λύσωσιν αύτάς, ώς πάλαι ποτέ Ζεύς, διά πειραμάτων, διό και μετεμόρφωσαν εαυτούς μέν εις Δίας, τά δέ δύο αθώα θυγάτρια του μυλωθρού είς Λητώ και Σεμέλην.

»Έν τοσούτω τών βουρκολάκων και ό αριθμός και ή τόλμη έπηυξάνετο. Βαθυπώγων τις Πρωτοσύγελλος (ίστέον δέ ότι ή εκκλησία του Αιγαίου έπλούτει τω καιρώ έκείνω Σακελλιώνων, Πριμικηρίων, Σικέλλων, Καστρηνίων, Ρεφερενδαρίων, Πρωτεκδίκων, Πρωτονοτάριων και άλλων αξιωματούχων, πάντων αγίων), γνωστός δια το φιλομειδές και φιλευτράπελον αύτου, προσβληθείς ύπο της ευλογίας, μετέβη εις τούς ουρανούς- άλλά καταβάς δικαιώματι βουρκόλακος εις τον κόσμον κατώρθωσε δυνάμει του σεβασμίου αύτου πώγωνος νά καθυποτάξη εις τά ίδια νεύματα πάντας τούς λοιπούς συναδέλφους καί νά κατάρτιση μυρίανδρον φάλαγγα, ήτις, πρωτοστάτην τάξασα αυτόν τον άγιον Πρωτοσύγκελλον καί στρατολογούσα καθ' έκάστην νεοσύλλεκτους περιεπλανάτο τήν νύκτα τάς οδούς καί έκορυβαντία καί έκραιπάλα καί ήλάλαζε καί έκορύφου τον τριγμόν τών οδόντων».

Μιά μακάβρια υπόθεση βρυκολάκων ειχε συνταράξει τό 1846 τήν Κορινθία. Αναστατώνονται οί Αρχές, κινητοποιείται ή κυβέρνηση, ειδοποιείται ή Ιερά Σύνοδος. Σπεύδει έπί τόπου ό επίσκοπος Αίγίνης καί αρχίζει τούς εξορκισμούς, τίς ιερουργίες, τούς αγιασμούς καί τά εύχέλαια (Έφ. «Άθηνα», φ. 31 Δεκεμβρίου 1848).
ΠΗΓΗ :  Κυρ. Σιμόπουλου "Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα"

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ :

Οι βρυκόλακες της Σαντορίνης του 17ου αιώνα Α ΜΕΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: